- άκακος
- η , ο [ος , ον ] кроткий, незлобивый; добрый, простодушный; безобидный; безвредный;
άκακος σαν αρνάκι — кроткий как ягнёнок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άκακος σαν αρνάκι — кроткий как ягнёнок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ἄκακος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκακος — unknowing of ill masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Λυκάονα. Ίδρυσε την αρκαδική πόλη Ακακήσιον. Ο Ά., κατά τις αρκαδικές παραδόσεις, ήταν ο τροφός του Ερμή στην παιδική ηλικία του. * * * η, ο (Α ἄκακος, ον) 1. ο δίχως κακία, άδολος, καλοκάγαθος 2. απλοϊκός, αφελής,… … Dictionary of Greek
άκακος — η, ο επίρρ. α αγαθός, ήσυχος, αθώος: Είναι άνθρωπος άκακος σαν αρνί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκακώτερον — ἄκακος unknowing of ill masc acc comp sg ἄκακος unknowing of ill neut nom/voc/acc comp sg ἄκακος unknowing of ill adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακώτατον — ἄκακος unknowing of ill masc acc superl sg ἄκακος unknowing of ill neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάκως — ἄκακος unknowing of ill adverbial ἄκακος unknowing of ill masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκακον — ἄκακος unknowing of ill masc/fem acc sg ἄκακος unknowing of ill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακωτάταις — ἄκακος unknowing of ill fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακωτάτοις — ἄκακος unknowing of ill masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακωτέρους — ἄκακος unknowing of ill masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)